Αδρομυκώσεις στα πυρηνόκαρπα και ελιά

Οι αδρομυκώσεις αποτελούν πολύ σοβαρές, πολλές φορές βραδέως εξελισσόμενες ασθένειες των φυτών που οφείλονται σε προσβολή των αγγειωδών ιστών από μύκητες. Τα ασθενή φυτά εκδηλώνουν σε μερικούς βλαστούς ή σε ολόκληρο το φύλλωμα συμπτώματα μαρασμού και κακής διατροφής που τελικά καταλήγουν στην αποξήρανση των κλάδων ή ολόκληρου του φυτού. Στην αγγλική γλώσσα είναι γνωστές με την κοινή ονομασία fungal wilt diseases ή vascular wilts ή hadromycosis.

Αδρομυκώσεις προκαλούν διάφορα γένη μυκήτων, αλλά οι περισσότερες, πλέον εξαπλωμένες και σοβαρότερες είναι οι ασθένειες που οφείλονται σε μύκητες των γενών Fusarium ( φουζαριώσεις ) και Verticillium ( βερτισιλλιώσεις ). Οι μύκητες του γένους Fusarium ποτέ δεν προκάλεσαν αδρομυκώσεις στα καρποφόρα δέντρα και στο αμπέλι.

Οι αδρομυκώσεις των πυρηνόκαρπων οφείλονται αποκλειστικά σε μύκητες του γένους Verticillium. Οι μύκητες αυτοί προσβάλλουν ακόμη τη φυστικιά, την ελιά, το αμπέλι, διάφορα ετήσια καλλιεργούμενα φυτά ( κηπευτικά, βιομηχανικά ), καλλωπιστικά φυτά και θάμνους. Σε αυτό το άρθρο θα μελετηθούν οι αδρομυκώσεις των πυρηνόκαρπων και της ελιάς. Τα δέντρα που στη χώρα μας προσβάλλονται συχνότερα και σοβαρά από τις βερτισιλλιώσεις είναι η βερικοκιά, ροδακινιά, αμυγδαλιά, δαμασκηνιά, ελιά και η φυστικιά.


Συμπτώματα

Στα πυρηνόκαρπα, τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής είναι μαρασμός μερικών κλάδων ή βραχιόνων και χλώρωση των φύλλων που εμφανίζονται συνήθως στις αρχές του καλοκαιριού και ακολουθούνται από  καστανό χρωματισμό, καρούλιασμα και φυλλόπτωση με αποτέλεσμα την αποξήρανση των προσβεβλημένων κλάδων. Είναι χαρακτηριστικό των αδρομυκώσεων ότι τα συμπτώματα ( μαρασμός, χλώρωση ) παρουσιάζονται στη μία πλευρά των προσβεβλημένων οργάνων ( φύλλα, κλάδοι ) ενώ στην άλλη δεν παρατηρούνται συμπτώματα ( ημιπληγία ). Αργότερα βέβαια η προσβολή προχωράει συνήθως και στην άλλη πλευρά. Η χαρακτηριστική χλώρωση εμφανίζεται πρώτα στα κατώτερα φύλλα των προσβεβλημένων κλάδων και αργότερα στα ανώτερα φύλλα των κλάδων.

Στα αγγεία του ενεργού ξύλου των προσβεβλημένων κλάδων ή βραχιόνων του δέντρου παρατηρείται έντονος καστανός μεταχρωματισμός ο οποίος σε επιμήκη ή εγκάρσια τομή εμφανίζεται σε μορφή ραβδώσεων ή τόξου ή κηλίδων. Σε έντονες προσβολές μπορούν να ξηραθούν ολόκληρα δέντρα και ιδιαίτερα τα νεαρά δέντρα. Κατά κανόνα τα νεαρά δέντρα μέχρι 6 ετών είναι περισσότερο ευαίσθητα στην ασθένεια σε σχέση με τα ηλικιωμένα , με εξαίρεση ίσως την κερασιά,  γιατί έχει παρατηρηθεί πως τα ασθενή δέντρα των περισσοτέρων πυρηνοκάρπων μεγαλύτερης ηλικίας, εκτός της κερασιάς, επιβιώνουν.


Στην ελιά, η ασθένεια προσβάλλει δέντρα κάθε ηλικίας ( στα φυτώρια και δενδροκομεία ) και παρατηρείται σποραδικά σε μεμονωμένα δέντρα μέσα στο δενδροκομείο ή γενικεύεται σε μεγάλο αριθμό δέντρων. Η εκδήλωση της ασθένειας γίνεται με 2 μορφές. Η πρώτη, με το σύνδρομο του απότομου μαρασμού ή της αποπληξίας και η δεύτερη με το σύνδρομο της βραδείας αποξήρανσης. Η αποπληξία εμφανίζεται συνήθως στα φυτώρια ή σε μικρής ηλικίας δέντρα. Τα φύλλα εμφανίζουν καρούλιασμα προς τα κάτω, παίρνουν χρώμα έντονο καστανό και αποξηραίνονται ενώ παραμένουν προσκολλημένα στα κλαδιά τους. 

Στη δεύτερη μορφή, η ασθένεια εκδηλώνεται ως ημιπληγία σε μερικούς κλάδους του δέντρου. Τα φύλλα γίνονται χλωρωτικά και τελικά αποξηραίνονται και πέφτουν. Παρατηρείται επίσης και αποξήρανση στους προσβεβλημένους κλάδους

Στην ελιά, ο μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου είναι ανύπαρκτος και αυτή η απουσία του, δυσκολεύει την διάγνωση της προσβολής. Θα πρέπει να τονιστεί ότι παρόμοια συμπτώματα με τη βερτισιλλίωση μπορεί να οφείλονται σε διάφορες άλλες παθολογικές καταστάσεις. Στην καλλιέργεια της ελιάς παρόμοια συμπτώματα προκαλούν συνήθως οι τροφοπενίες βορίου και καλίου, διάφορες προσβολές των κλάδων από έντομα, ο μύκητας Phoma incompta, σηψιρριζίες κ.α. Στα πυρηνόκαρπα, η αναγνώριση της βερτισιλλίωσης δυσχεραίνεται από προσβολές που μοιάζουν με αυτή όπως του Eutypa lata ( βερικοκιά ), του βακτηρίου Pseudomonas syringae, έλκος λαιμού κ.α.


Αίτιο - Συνθήκες ανάπτυξης

Οι βερτισιλλιώσεις των δέντρων προκαλούνται από τους αδηλομύκητες Verticillium dahliae ( μορφή μικροσκληρωτιακή ) και V. alboatrum ( μορφή σκούρου διαχειμάζοντος μυκηλίου ). Στη χώρα μας, το είδος V. dahliae έχει βρεθεί μέχρι τώρα ότι είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για την προσβολή των πολυετών καλλιεργειών και πιθανότατα είναι το κυριότερο παθογόνο και των ετήσιων καλλιεργειών ( τομάτας, πατάτας κλπ ).

Ο μύκητας ευνοείται από μέσες θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 21 - 27 βαθμούς Κελσίου και φαίνεται ότι για αυτόν τον λόγο ο V. dahliae επικρατεί και είναι σοβαρό παθογόνο σε θερμότερες περιοχές όπως Μεσόγειος και Νότια Ευρώπη. Το παθογόνο έχει ευρύ κύκλο ξενιστών και δεν παρουσιάζει συνήθως παθογόνο εξειδίκευση. Δηλαδή, τα μολύσματα από ένα φυτό προκαλούν ασθένεια σε πολλές άλλες καλλιέργειες ( π.χ μολύσματα απο βαμβάκι προσβάλλουν τα καρποφόρα δέντρα ).

Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για πάρα πολλά χρόνια ( μέχρι 8 - 14 χρόνια ) ακόμα και χωρίς την παρουσία ξενιστών. Ένας άλλος τρόπος διαιώνισης του παθογόνου και αύξησης των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια - ξενιστές του. Μερικά από αυτά όταν μολυνθούν εμφανίζουν συμπτώματα ενώ άλλα ενώ έχουν στα αγγεία τους τον μύκητα μπορεί να μην εμφανίσουν συμπτωματολογία.

Η διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία και τα μηχανήματα κατεργασίας του εδάφους. Το νερό του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα διασποράς των μολυσμάτων του μύκητα σε αμόλυντα δενδροκομεία. Σε μεγάλες αποστάσεις το παθογόνο μεταφέρεται κυρίως με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό ( φυτά ετήσιων φυτών, μοσχεύματα, σπόρος, κόνδυλοι πατάτας κλπ ).

Οι μολύνσεις των φυτών γίνονται κυρίως από τις ρίζες με απ ' ευθείας είσοδο του παθογόνου η οποία είσοδος του διευκολύνεται ιδιαίτερα από πληγές που προκαλούνται στις ρίζες από νηματώδεις ή έντομα. Παρόλο που η βερτισιλλίωση είναι μια τυπικά εδαφογενής ασθένεια, υπάρχουν δεδομένα που η μόλυνση των δέντρων ( π.χ ελιά ) μπορεί να γίνει και από τις πληγές κλαδέματος. Αυτό είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει άφθονο μόλυσμα στο σημείο τομής ενός ασθενούς δέντρου που θα μεταφερθεί στο ψαλίδι.

Μετά την είσοδο του στις ρίζες, ο μύκητας προχωράει και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου. Τα κονίδια του μύκητα μεταφέρονται με το ανοδικό ρεύμα κυκλοφορίας των χυμών και είναι δυνατόν να μολύνουν διάφορους βλαστούς σε διάφορα μέρη της κόμης του κάθε δέντρου. Η ανάπτυξη και η ένταση της ασθένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η πυκνότητα του μολύσματος, η επιβίωση του μολύσματος, η φυλή του παθογόνου, η ποικιλία του φυτού, το έδαφος, η θερμοκρασία του εδάφους και του αέρα, τα ζιζάνια, οι βροχοπτώσεις και οι αρδεύσεις, η συγκαλλιέργεια και οι καλλιεργητικές επεμβάσεις.

Η ασθένεια είναι πολύ σοβαρή σε δενδροκομεία που εφαρμόζεται συγκαλλιέργεια με ετήσια φυτά ( σολανώδη, λαχανικά, καλλωπιστικά κ.α ), ευπαθή στη βερτισιλλίωση. Επίσης είναι εντονότερη σε δενδροκομεία που έχουν εγκατασταθεί σε αγρούς που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν καλλιέργειες ευπαθών φυτών όπως βαμβάκι, πατάτα, τομάτα κλπ.

Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται αυτόματη θεραπεία προσβεβλημένων δέντρων και η αιτία αυτού του φαινομένου οφείλεται πιθανότατα στο θάνατο του παθογόνου λόγω επίδρασης εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων ή στον εγκλωβισμό του μύκητα στο παλιό ξύλο όταν σχηματίζονται οι νέες αγγειώδεις δεσμίδες από το φυτό. Οι περιπτώσεις αυτοθεραπείας των πυρηνοκάρπων και η αντίστοιχη ανθεκτικότητα που παρατηρείται στα πυρηνόκαρπα ηλικίας άνω των 6 ετών είναι πιθανό να οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα του ξύλου τους σε ταννίνη.

Καταπολέμηση

Δεν υπάρχει χημική θεραπεία της βερτισιλλίωσης. Η αντιμετώπισή της στηρίζεται στην χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού σε αμόλυντο αγρό, στην χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών ή υποκειμένων και στην αποφυγή εγκατάστασης των δενδροκομείων σε εδάφη που καλλιεργήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ευπαθή ετήσια φυτα στη βερτισιλλίωση ( σολανώδη, βαμβάκι κλπ ). Τα μολυσμένα εδάφη εφόσον είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν πρέπει να απολυμαίνονται.  

Επίσης συνιστώνται τα εξής παρακάτω :
  1. Αποφυγή συγκαλλιέργειας των δέντρων με ευπαθή ετήσια φυτά.
  2. Αποφυγή δημιουργίας πληγών με τα καλλιεργητικά εργαλεία στην περιοχή του λαιμού και των ριζών.
  3. Η άρδευση των δέντρων να μην γίνεται με αυλάκια γιατί τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δέντρα.
  4. Χημική καταπολέμηση των ζιζανίων συστηματικά.
  5. Σε περιπτώσεις εκδήλωσης συμπτωμάτων να γίνεται αφαίρεση των προσβεβλημένων κλάδων σε απόσταση 20 - 30 cm πέρα απ΄το το σημείο μαρασμού και καταστροφή με φωτιά. Στα ίδια δέντρα, ιδίως στα ελαιόδεντρα, μπορεί να εφαρμοσθεί συμπληρωματικά και απολύμανση με ηλιακή θερμότητα.
  6. Εκρίζωση των αποξηραμένων δέντρων μαζί με το ριζικό σύστημα και απολύμανση του εδάφους.

Βιβλιογραφία
Ασθένειες καρποφόρων δένδρων και αμπέλου
Χ.Γ Παναγόπουλος, 
Καθηγητής Φυτοπαθολογίας Γεωργικού Πανεπιστημίου Αθηνών 


Για ανάγνωση αρθρογραφίας του Αγροτών Ανάγνωσμα blog