Γάλα | Γυρίζουν την πλάτη στα φρέσκα προϊόντα οι Έλληνες - Πού αποδίδεται το φαινόμενο

Μείωση 30% υπολογίζεται στην κατανάλωση του φρέσκου γάλακτος από Έλληνες, την τελευταία δεκαετία, σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία

Γάλα |  Γυρίζουν την πλάτη στα φρέσκα προϊόντα οι Έλληνες - Πού αποδίδεται το φαινόμενο

Έτσι, η κατάσταση για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, καθώς στη μείωση της κατανάλωσης θα πρέπει να προστεθεί η αύξηση του ανταγωνισμού με την είσοδο νέων «παικτών», αλλά και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας που κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Πέρα από το φρέσκο γάλα, πτωτικά κινούνται – με εξαίρεση το μακράς διαρκείας – και οι υπόλοιπες κατηγορίες γάλακτος, όμως το φρέσκο γάλα είναι αυτό που έχει τη σημαντικότερη πτώση, με αποτέλεσμα να υπολογίζεται σήμερα πως έχει φτάσει στο 1/3 της κατηγορίας.

Τα στοιχεία αυτά έδωσε στη δημοσιότητα μεγάλη γαλακτοβιομηχανία. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, η συνολική αγορά του λευκού γάλακτος εμφάνισε πτωτικές τάσεις το 2021 τόσο σε όγκο (-5,2%) όσο και σε αξία (-4,4%) κυρίως λόγω της πορείας της υποκατηγορίας του φρέσκου γάλακτος (-7,5% σε όγκο και -7,7% σε αξία).

Κατά την ίδια περίοδο η υποκατηγορία γάλακτος υψηλής παστερίωσης ήταν οριακά ανοδική σε αξία (+0,2%). Σύμφωνα τώρα με την τελευταία μελέτη της ICAP, το γάλα μακράς διάρκειας έχει καταφέρει να ανακάμψει πλήρως σε σχέση με μια δεκαετία πριν, ενώ μικρότερη ανοδική πορεία παρουσίασαν το γάλα μικρής διάρκειας και το συμπυκνωμένο γάλα.

H Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, επισημαίνει ότι η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος παρουσίασε καθοδική πορεία την περίοδο 2020-2021, έπειτα από μια διετία θετικών μεταβολών.

Ωστόσο, η εγχώρια αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, μακράς διάρκειας και του συμπυκνωμένου εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2020, με την τάση αυτή να συνεχίζεται και το 2021, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Οι εν λόγω εξελίξεις αποδίδονται στην αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών, οι οποίοι στράφηκαν προς προϊόντα γάλακτος που διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Η κ. Παντελαίου αναφέρει, επίσης, ότι ο βαθμός συγκέντρωσης σε κάθε κατηγορία γαλακτοκομικών προϊόντων κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, με τις μεγαλύτερες γαλακτοβιομηχανίες να αποσπούν αξιόλογα μερίδια αγοράς.

Μάλιστα, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στη συνολική αγορά του φρέσκου (λευκού) παστεριωμένου γάλακτος, οκτώ εταιρείες κάλυψαν το 70% περίπου των συνολικών πωλήσεων το 2020, ενώ στη συνολική αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, μόλις τρεις εταιρείες εκτιμάται ότι κάλυψαν από κοινού το ίδιο ποσοστό (70%).

Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία των προϊόντων private label σε όλο το εύρος γαλακτοκομικών προϊόντων, το μερίδιο των οποίων στη λιανική αγορά ολοένα και ενισχύεται τα τελευταία έτη.

Ανταγωνισμός από τα φυτικά ροφήματα

Επίσης, το 2021 καταγράφηκε στην ελληνική αγορά σημαντική άνοδος στα φυτικά ροφήματα, η οποία ήταν της τάξης του 25%, στοιχείο που δείχνει ότι αρκετοί ενήλικες στρέφονται στην κατηγορία του “φυτικού γάλακτος”. Αν και η συγκεκριμένη αγορά ''τρέχει'' με διψήφια ποσοστά κάθε χρόνο στην Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση είναι μόνο στο 1 λίτρο, όταν σε παρεμφερείς αγορές, όπως αυτή της Ισπανίας, ξεπερνάει τα 8 λίτρα.

Αν και έρευνες, όπως αυτής της ICAP, είναι αισιόδοξες ως προς την πορεία κατανάλωσης γαλακτοκομικών τα επόμενα χρόνια, τόσο τα πρώτα στοιχεία του 2022 όσο και οι εκτιμήσεις των εταιρειών είναι μάλλον απαισιόδοξα, κυρίως για την κατηγορία του φρέσκου γάλακτος. Ένας σημαντικός παράγοντας που δεν πρέπει να παραβλέπουμε είναι η υπογεννητικότητα που, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια.

«Είναι αποτέλεσμα προώθησης»

Ως αποτέλεσμα προώθησης των προϊόντων γάλακτος από τις ίδιες τις εταιρείες χαρακτηρίζει την κατάσταση αυτή ο πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κτηνίατρος, Αλέκος Στεφανάκης. «Η αυτάρκειά μας σε αγελαδινό γάλα είναι πάρα πολύ περιορισμένη πια. Αυτό σημαίνει ότι εισάγονται από το εξωτερικό αρκετές ποσότητες γάλακτος. Άρα οι διαδικασίες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερο χρόνο ζωής στο γάλα είναι αυτά τα γάλατα υψηλής παστερίωσης και μακράς διάρκειας, τα οποία προωθούν οι εταιρείες, για να μπορέσουν να μειώσουν τις επιστροφές και να υπάρχουν και θέματα εμπορικής διευκόλυνσης», σύμφωνα με τον ίδιο.

Όπως συνεχίζει ο Αλέκος Στεφανάκης, «από ’κει και πέρα, νομίζω ότι υπάρχει μια συμπίεση από τη νέα μόδα της προώθησης των vegan προϊόντων και της αντικατάστασης προϊόντων τα οποία ασφαλώς δεν έχουν καμία σχέση ως γάλακτος. Υπάρχει λοιπόν και μια τέτοια προώθηση γιατί έχει γίνει μόδα. Εκεί νομίζω ότι οφείλεται η όλη ιστορία, για τη διαφαινόμενη μείωση της κατανάλωσης του φρέσκου γάλακτος»… Για το αν αυτή η κατάσταση έχει επιπτώσεις και στην παραγωγική διαδικασία τόσο στο αγελαδινό όσο και στο αιγοπρόβειο γάλα, ο πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος δίνει την εξής απάντηση: «Η παραγωγική διαδικασία επηρεάζεται κυρίως επειδή δεν έχουμε αυτάρκεια ως χώρα. Την έχουμε χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα στην Ελλάδα, αν θα θέλαμε να εξασφαλίσουμε αυτάρκεια και να αναπτύξουμε τη γαλακτοπαραγωγό βοοτροφία μας προκειμένου να επανακάμψει, θα πρέπει να ακολουθήσουμε άλλους δρόμους και όχι τους δρόμους που έχουν επιλεχθεί από το όλο σύστημα το παραγωγικό»… Καταλήγοντας, ο Αλέκος Στεφανάκης τονίζει κατηγορηματικά ότι όλα ξεκινούν από την άποψη του καταναλωτή και στον βαθμό που θα επιχειρήσουν οι φορείς να τον επηρεάσουν προς τη σωστή κατεύθυνση. «Ο καταναλωτής σήμερα προτιμάει να αγοράσει ένα γάλα υψηλότερης παστερίωσης. Με μεγαλύτερο χρόνο ζωής. Κι αυτό είναι όλο. Αν κάτσουμε να εξηγήσουμε στον καταναλωτή ότι το καλύτερο γάλα είναι το γάλα το παστεριωμένο, το οποίο έχει υψηλότερη ποιότητα και είναι εντελώς ασφαλές και έχει και ικανοποιητικό χρόνο ζωής, θα έχουμε διαφορετικά αποτελέσματα. Νομίζω ότι είναι καθαρά θέματα ενημέρωσης του ίδιου του καταναλωτή στη χώρα μας»…

Πηγήneakriti.gr