Η Κρήτη τροφοδοτεί με κηπευτικά προϊόντα όλη τη χώρα αλλά οι παραγωγοί δεν κερδίζουν

Τη δεδομένη στιγμή, μπορεί η Κρήτη να προμηθεύει με κηπευτικά προϊόντα σχεδόν ολόκληρη τη χώρα, ωστόσο οι παραγωγοί κερδίζουν μόλις τα μισά χρήματα από αυτά που θα μπορούσαν να κερδίσουν κάτω από αντίστοιχες συνθήκες.

Η Κρήτη τροφοδοτεί με κηπευτικά προϊόντα όλη τη χώρα αλλά οι παραγωγοί δεν κερδίζουν

Εφόσον δεν υπήρχε ο κοροναϊός και δεν επικρατούσαν στη χώρα οι ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, η συγκεκριμένη περίοδος θα θεωρούνταν μία από τις καλύτερες για τους θερμοκηπιακούς παραγωγούς της Κρήτης. Οι καιρικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές. Τα προϊόντα τους είναι πολύ καλής ποιότητας. Ωστόσο η ζήτηση σχεδόν δεν υπάρχει.

Πού μπορεί να οφείλεται κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι πολυπαραγοντική. Κατ’ αρχάς, τα κηπευτικά προϊόντα υπάγονται σε ένα άτυπο «χρηματιστήριο» προσφοράς και ζήτησης. Η προσφορά περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο λιανεμπόριο, ενώ η ζήτηση μειώνεται ολοένα και περισσότερο από τους καταναλωτές. «Σε αντίστοιχες περιπτώσεις τις προηγούμενες χρονιές, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής θα πήγαινε προς διάθεση στην εστίαση και σε μεγάλες τουριστικές μονάδες που λειτουργούν όλο το χρόνο» αναφερει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Τυμπακίου Μανώλης Ορφανουδάκης.

Μανώλης Ορφανουδάκης

Η εστίαση ωστόσο παραμένει κλειστή. Το ίδιο και οι ξενοδοχειακές μονάδες. Οπότε η παραγωγή μπορεί να διατεθεί μόνο σε οπωροπωλεία και σούπερ μάρκετ, τα οποία ζητούν πολύ καλές ποιότητες, στις χαμηλότερες δυνατές τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι τομάτες να μην μπορούν να πωληθούν πάνω από 70 λεπτά το κιλό, τα αγγούρια να πωλούνται προς μόλις 30 λεπτά το κιλό, ενώ τα κολοκύθια προς 60 λεπτά το κιλό.

«Με δεδομένο πως πλέον δεν υπάρχουν υπαίθριες καλλιέργειες, αλλά και το γεγονός ότι η βόρεια Ελλάδα έχει μικρή παραγωγή, οι συγκεκριμένες τιμές παραγωγού θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον διπλάσιες» διευκρινίζει ο κ. Ορφανουδάκης.

Μόνο παρήγορο στην όλη εξέλιξη θεωρείται το ότι τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολλές αδιάθετες ποσότητες στην αγορά, που να δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα στους παραγωγούς. Πολλοί όμως παραγωγοί βρίσκονται στα όρια τους, αφού οι τιμές που προσφέρει η αγορά, μετά βίας καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα.

Αυτός είναι και ο κυρίαρχος λόγος άλλωστε που οι παραγωγοί της βόρειας Ελλάδας δεν έχουν πολλές ποσότητες προς διάθεση, αφού η παραγωγή και πώληση των προϊόντων θα ήταν απαγορευτική.

«Εμείς κόβουμε ως Κρήτη περίπου μία φορά την εβδομάδα και καλύπτουμε τη ζήτηση σχεδόν ολόκληρης της Ελλάδας, ωστόσο οι παραγωγοί στα ηπειρωτικά μπορεί και να μην κόβουν ούτε κάθε δεκαπέντε ημέρες» αναφέρει ο κ. Ορφανουδάκης για να διευκρινίσει: «Στη βόρεια Ελλάδα, υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη διότι απαιτούνται επιπλέον θερμάνσεις και πρόσθετο κόστος. Όταν για την Κρήτη οι τιμές είναι οριακές και πολλές φορές κάτω από το κόστος παραγωγής, αντιλαμβάνεστε ότι για την υπόλοιπη Ελλάδα, η παραγωγή θερμοκηπιακών κηπευτικών γίνεται απαγορευτική».

Δεδομένων λοιπόν των συνθηκών, η Κρήτη γίνεται τη συγκεκριμένη περίοδο ο μοναδικός ουσιαστικά τροφοδότης κηπευτικών προϊόντων για ολόκληρη τη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή, οι παραγωγοί μετά βίας καλύπτουν τα έξοδα τους. Το συγκεκριμένο παράδοξο είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί, αφού οι ιδιαιτερότητες των κανόνων της συγκεκριμένης αγοράς παραμένουν σύνθετοι.

Στο μεταξύ, οι παραγωγοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι χρειάζεται να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι σε όλα τα σημεία πώλησης, αφού υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που τα προϊόντα φεύγουν από το θερμοκήπιο σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά καταλήγουν στις προθήκες των καταστημάτων λιανικής σε τιμές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα δεδομένα του υψηλού κέρδους.

Πηγήpatris.gr

Για να διαβάζετε τα άρθρα στο Αγροτών Ανάγνωσμα
fb σελίδα ΕΔΩ
fb ομάδα ΕΔΩ