Αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με ρεβίθι και εγκαταλείπεται η βαμβακοκαλλιέργεια

Αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με ρεβίθι και εγκαταλείπεται η βαμβακοκαλλιέργεια

Αυξημένες, και σε μεγάλο μάλιστα ποσοστό, δείχνουν να είναι οι καλλιεργούμενες εκτάσεις της τρέχουσας περιόδου για το ρεβίθι. Η απογοήτευση πολλών παραγωγών από την καλλιέργεια του βαμβακιού, έτσι όπως αυτή εξελίσσεται, είναι ο βασικός παράγοντας που τους στρέφει στην καλλιέργεια των οσπρίων και κυρίως του ρεβιθιού. Οι ίδιοι αποδίδουν αυτήν τη στροφή στην έλλειψη εναλλακτικών λύσεων και, μπροστά στην προοπτική να οδηγηθούν σε αδιέξοδο, καταλήγουν στην καλλιέργεια των οσπρίων, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής προγραμματισμός.

Ενθαρρυντικά δείχνουν να είναι τα σχεδιαζόμενα προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας, όπως επίσης και το ενδιαφέρον των παραγωγών για τη δημιουργία συλλογικών σχημάτων. Στην γκρίζα, όμως, εικόνα θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι εισαγωγές και οι ελληνοποιήσεις, καθώς και η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για τον κλάδο.

Ευνοϊκές οι συνθήκες για το προϊόν στην Αττική

Στην περιοχή των Eρυθρών Αττικής, λόγω των εδαφοκλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν, η ενασχόληση με τα ρεβίθια παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον. Ο Άρης Πέππας, που εδώ και πολλά χρόνια δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη καλλιέργεια, όπως και σε αυτήν της φακής, υποστηρίζει ότι οι ελληνικές ποικιλίες είναι κατάλληλες για τις μέσες περιοχές. Δηλώνει, όμως, ότι για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο οι εκτάσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με την περσινή περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, παραγωγοί που καλλιεργούσαν μεγάλες εκτάσεις κρεμμυδιού και βαμβακιού έχουν, πλέον, στραφεί προς τα όσπρια, και ιδιαίτερα το ρεβίθι.

Ο ίδιος καλλιεργεί τις ποικιλίες Γαύδος και Θήβα, για τις οποίες υποστηρίζει ότι είναι ποιοτικά ανώτερες, ωστόσο σημειώνει ότι κυριαρχούν οι μακρόσπερμες λόγω της ζήτησης από τους καταναλωτές. Αυτές, βέβαια, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στο κομμάτι της αντοχής στις ασθένειες και απαιτούν περισσότερους ψεκασμούς. Αναφερόμενος στις αποδόσεις των καλλιεργειών, υποστηρίζει ότι τα ξερικά ρεβίθια φθάνουν τα 160-170 κιλά/στρέμμα, ενώ τα ποτιστικά πλησιάζουν ακόμη και τα 300 κιλά/στρέμμα.

Κλείνοντας, ο κ. Πέππας δηλώνει ότι «ως χώρα δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη πολιτική για τα όσπρια και έτσι προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα μόνοι μας. Θα πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στην ποιότητα, αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία για τον διαχωρισμό των μεγεθών, αλλά και την τελειοποίηση του καθαρισμού. Επίσης, σημαντική παράμετρος είναι η πιστοποίηση του γενετικού υλικού και της καθαρότητας του σπόρου, ώστε να γνωρίζουμε την ταυτότητά του».

Αυξημένες πάνω από 20% οι σπορές στο Μαντούδι

Καλή και επιτυχημένη χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο σποράς για τα ρεβίθια ο Αντώνης Λάμπρου, παραγωγός από το Μαντούδι Ευβοίας. Όπως δηλώνει, η αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων υπερβαίνει το 20% λόγω του εισοδήματος που αφήνουν στους παραγωγούς σε σύγκριση με τις άλλες καλλιέργειες. «Οι συνάδελφοί μου και εγώ εστιάζουμε στην ποιότητα του προϊόντος και για τον λόγο αυτόν επιδιώκουμε και πετυχαίνουμε καλές τιμές. Τη χρονιά που πέρασε, πουλήσαμε από 1,80 έως 2,2 ευρώ το κιλό, με μια μέση απόδοση στα 200 κιλά/στρέμμα», περιγράφει.

Κλείνοντας, υποστηρίζει ότι υπάρχει ενδιαφέρον και από άλλους παραγωγούς να μπουν στην καλλιέργεια των οσπρίων, ωστόσο τονίζει την αναγκαιότητα ενός σύγχρονου συλλογικού σχήματος, προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματικοί.

Υπερδιπλασιασμός των εκτάσεων στην Καρδίτσα

Για υπερδιπλασιασμό των χωραφιών με ρεβίθια κάνει λόγο ο παραγωγός Κώστας Καμινιώτης από τον Παλαμά Καρδίτσας. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι, σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι μεγαλύτερες λόγω της στροφής από το βαμβάκι.

Σύμφωνα με τον κ. Καμινιώτη, οι συμβάσεις μέσω της συμβολαιακής γεωργίας για το ρεβίθι κυμαίνονται στα 85 λεπτά το κιλό, όταν την προηγούμενη χρονιά η μέση τιμή πώλησης ήταν κοντά στο 1 ευρώ για ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Τέλος, αναφερόμενος στην καλλιέργεια του προϊόντος, ο ίδιος επισημαίνει ότι «η ποικιλία Αμοργός είναι ποιοτικά ανώτερη, αλλά οι καταναλωτές προτιμούν τις μεγαλόσπερμες ποικιλίες, οι οποίες είναι εισαγόμενες».

Μικρές οι στρεμματικές αποδόσεις, περισσότερα τα στρέμματα στα Γρεβενά

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η δήλωση του Χρήστου Καλαϊτζίδη, ελεύθερου επαγγελματία από τα Γρεβενά. Όπως δηλώνει, έχουν ολοκληρωθεί οι σπορές ρεβιθιών και οι παραγωγοί αναμένουν τις βροχοπτώσεις, ώστε να βοηθηθούν οι καλλιέργειες στο πρώτο στάδιο.

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι παραγωγοί της περιοχής προτιμούν τις μεσόσπερμες ποικιλίες, διότι είναι προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Αναφέρει, δε, ότι «τα ελληνικά όσπρια και ιδιαίτερα τα ρεβίθια έχουν υψηλή ποιότητα, αλλά λόγω του ανταγωνισμού και των ελληνοποιήσεων αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα».

Προβληματίζει στους Χαλκιάδες Λάρισας η άναρχη στροφή στο προϊόν

Προβληματισμένος δείχνει να είναι ο Κοσμάς Αντωνιάδης, παραγωγός οσπρίων από τους Χαλκιάδες Λάρισας, καθώς τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι συνάδελφοί του με την καλλιέργεια του βαμβακιού φαίνεται να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στα όσπρια, και κυρίως στο ρεβίθι.

«Εδώ και πολλά χρόνια καλλιεργώ φακές και ρεβίθια, αλλά τη φετινή χρονιά το ενδιαφέρον των συναδέλφων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Σχεδόν μηδένισα την καλλιέργεια του ρεβιθιού για την τρέχουσα περίοδο, κρατώντας μόνο τις φακές, ώστε να ξέρω πώς θα κινηθώ την επόμενη καλλιεργητική περίοδο», δηλώνει εμφανώς απογοητευμένος.

Ανάγκη για ολοκληρωμένη στρατηγική και συλλογικά σχήματα

Η απουσία μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τα όσπρια δημιουργεί προβλήματα στην παραγωγή. Τα όσπρια, ως ψυχανθή, δεν έχουν μόνο διατροφικό, αλλά και περιβαλλοντικό ρόλο, και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να ενισχυθούν μέσω των Οικολογικών Σχημάτων. Η ενίσχυση αυτή θα συμβάλλει στην εξισορρόπηση των τιμών των εγχώριων οσπρίων σε σχέση με τα εισαγόμενα. Αν αυτό συνδυαστεί με τη δημιουργία σύγχρονων συλλογικών σχημάτων, τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα.


Σάρρος Γιάννης - ypaithros.gr