Η Ιταλία επενδύει ξανά στο κάστανο και κερδίζει θέση στην παγκόσμια αγορά

Η Ιταλία επενδύει ξανά στο κάστανο και κερδίζει θέση στην παγκόσμια αγορά

Η καστανοκαλλιέργεια στην Ιταλία βρίσκεται σήμερα σε ένα στάδιο ελεγχόμενης επαναφοράς, με διακριτές τάσεις αναδιάρθρωσης στην παραγωγή, τη γεωγραφική κατανομή και την εμπορική στρατηγική. Η παραγωγή, η οποία είχε καταρρεύσει στους 18.000 τόνους την περίοδο 2011 – 2014, μετά την επέλαση του παρασίτου Dryocosmus kuriphilus, έχει πλέον σταθεροποιηθεί γύρω στους 50.000 τόνους ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ismea. Η ανάκαμψη αυτή αποδίδεται στη συστηματική εφαρμογή βιολογικής καταπολέμησης μέσω του Torymus sinensis, ενώ οι επενδύσεις σε ανανεωμένους καστανεώνες και σύγχρονη διαχείριση αποδίδουν μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα.

Ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν ότι η ανάκαμψη δεν είναι ομοιόμορφη. Παραδοσιακοί καστανεώνες σε ορεινές ζώνες άνω των 500 μέτρων εξακολουθούν να εγκαταλείπονται λόγω υψηλού κόστους πρόσβασης και χαμηλής αποδοτικότητας. Αντίθετα, οι νέες φυτεύσεις αναπτύσσονται σε περιοχές πιο κατάλληλες για μηχανοποίηση, γεγονός που ενισχύει τη λειτουργική αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία. Όπως παρατηρεί η Tatiana Castellotti (Crea), ο σύγχρονος καστανοκαλλιεργητής είναι νεότερος, με υψηλότερη τεχνική κατάρτιση και ένταξη σε μοντέλα πολυδραστηριότητας, όπου ο πρωτογενής τομέας συνδέεται με τον αγροτουρισμό, τη μεταποίηση μικρής κλίμακας και την απευθείας διάθεση προϊόντων.

Η Ιταλία διατηρεί 16 αναγνωρίσεις ΠΟΠ/ΠΓΕ για το κάστανο και ειδικότερα για τους marroni, που αποτελούν προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας στη ζαχαροπλαστική. Παρά την αξιόλογη εσωτερική παραγωγή, η χώρα παραμένει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας κάστανων παγκοσμίως και δεύτερος εξαγωγέας σε αξία μετά την Κίνα. Το 2023, οι εισαγωγές κάστανων με κέλυφος ανήλθαν περίπου σε 17.500 τόνους, προερχόμενες κυρίως από ΠορτογαλίαΤουρκίαΙσπανία και Ελλάδα, ενώ οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν γύρω στους 10.000 τόνους, με προορισμούς τη Γερμανία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι τιμές στη χονδρική αγορά παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ποιότητα και το μέγεθος του καρπού. Τα κοινά κάστανα διαμορφώνονται στα €3,50 - 4,70/κιλό, ενώ οι marroni καταγράφουν υψηλότερη αξία, συχνά €4,00 - 6,00/κιλό, ιδιαίτερα όταν προορίζονται για μεταποίηση. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες τιμές κυμαίνονται 20 - 30% χαμηλότερα, με τις ποικιλίες ΠΟΠ Πηλίου και Αγιάς να διατηρούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ποιότητα, αλλά όχι σε εμπορική αναγνωρισιμότητα.

Η τρέχουσα οικονομική δυναμική του κλάδου ενισχύεται από σειρά στοχευμένων περιφερειακών πολιτικών. Η Περιφέρεια Τοσκάνης έχει εγκρίνει χρηματοδότηση €1,99 εκατ. για την ανάκαμψη καστανεώνων, ενώ η Εμίλια  -Ρομάνια επενδύει €4,6 εκατ. για την ανάκτηση εγκαταλελειμμένων δασικών εκτάσεων. Παράλληλα, το Castanea Expo 2025 (Φλωρεντία, 12 - 14 Δεκεμβρίου) αποσκοπεί στη διασύνδεση παραγωγών, μεταποιητών και επιστημονικών φορέων, με στόχο την ενίσχυση εμπορικών δικτύων και την εδραίωση μιας ενιαίας ταυτότητας για τα ιταλικά προϊόντα κάστανου.

Η περαιτέρω πορεία του κλάδου εξαρτάται από την ικανότητα ενοποίησης παραγωγικών δομών, την ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας των ΠΟΠ/ΠΓΕ και την ανάπτυξη νέων γραμμών μεταποίησης, ιδίως προϊόντων έτοιμων προς κατανάλωση. Οι εξελίξεις δείχνουν ότι η αξία του κάστανου στην Ιταλία δεν περιορίζεται στην αγροδιατροφική παραγωγή, αλλά εκτείνεται στην οικονομία της υπαίθρου, τη διαχείριση τοπίου και την ενίσχυση αγροτικών εισοδημάτων μεσοπρόθεσμα.

με πληροφορίες  agrocapital.gr